ἀκρογένειος

ἀκρογένειος
ἀκρο-γένειος, ον,
A with prominent chin, Arist.Phgn.812b24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακρογένειος — ἀκρογένειος, ον (Α) αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + γένειον «πιγούνι»] …   Dictionary of Greek

  • ἀκρογένειοι — ἀκρογένειος with prominent chin masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”